3 Νοεμβρίου 2011
Ξύπνησα απο φωνές. Φωνές και γέλια κοριτσιών. Κοίταξα το κινητό μου μέσα στον υπνόσακο. Έγραφε 07:00. Άνοιξα το φερμουάρ του υπνόσακκου και κοίταξα προς την κατεύθυνση των φωνών. Μερικά παιδιά στέκονταν στη στάση, στην άλλη άκρη του πάρκου.
Ο ήλιος μόλις είχε σηκωθεί στον ορίζοντα. Βγήκα έρποντας και το κρύο χτύπησε το κορμί μου. Φορούσα ήδη το τζάκετ, απο το προηγούμενο βράδυ, γιατί η υγρασία και οι 4 C δεν με άφησαν να κοιμηθώ κανονικά. Πέρασα το βράδυ, μασουλώντας ένα μαντολάτο μισοκοιμισμένος, για όσο μπόρεσα να κοιμηθώ. Σηκώθηκα και άρχισα να μαζεύω τον υπνόσακκο. Τα ρίγη στο σώμα μου έλεγαν ότι έπρεπε να το κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα
Ξύπνησα απο φωνές. Φωνές και γέλια κοριτσιών. Κοίταξα το κινητό μου μέσα στον υπνόσακο. Έγραφε 07:00. Άνοιξα το φερμουάρ του υπνόσακκου και κοίταξα προς την κατεύθυνση των φωνών. Μερικά παιδιά στέκονταν στη στάση, στην άλλη άκρη του πάρκου.
Ο ήλιος μόλις είχε σηκωθεί στον ορίζοντα. Βγήκα έρποντας και το κρύο χτύπησε το κορμί μου. Φορούσα ήδη το τζάκετ, απο το προηγούμενο βράδυ, γιατί η υγρασία και οι 4 C δεν με άφησαν να κοιμηθώ κανονικά. Πέρασα το βράδυ, μασουλώντας ένα μαντολάτο μισοκοιμισμένος, για όσο μπόρεσα να κοιμηθώ. Σηκώθηκα και άρχισα να μαζεύω τον υπνόσακκο. Τα ρίγη στο σώμα μου έλεγαν ότι έπρεπε να το κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα